υψιμέλας

υψιμέλας
-αινα, -αν, Α
(επικ. τ.) (για πλοίο)
1. ψηλός και μαύρος
2. εντελώς μαύρος, κατάμαυρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + μέλας «μαύρος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”